πρωθυπουργώ

πρωθυπουργώ
-έω, Ν
1. είμαι πρωθυπουργός
2. εκτελώ καθήκοντα πρωθυπουργού, πρωθυπουργεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωθυπουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Κ. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • Λιβάνης, Αντώνιος — (Πάτρα 1926 –). Εκδότης και πολιτικός. Σε νεαρή ηλικία ανέπτυξε αντιστασιακή δράση και υπήρξε σημαντικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου από το 1962. Από το 1964 και έπειτα συνέδεσε την πορεία του με εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου. Κατά τη διάρκεια της… …   Dictionary of Greek

  • Μπακογιάννη, Ντόρα — (Αθήνα 1954 –) Πολιτικός. Χήρα του δολοφονηθέντος από την τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη βουλευτή Ευρυτανίας Παύλου Μπακογιάννη και κόρη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής του Παρισιού, σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”